ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗ*
Τα Μέσα Μαζικής
Επικοινωνίας (ΜΜΕ) κατάφεραν να περάσουν στο ευρύ κοινό την άποψη πως οι
«γιατροί δεν δέχονται να ενταχθούν στο προτεινόμενο ΓεΣΥ επειδή είναι
φοροφυγάδες».
Αυτή είναι μια τραγική
εξέλιξη, που αντανακλά από τη μια την επιπολαιότητα με την οποία
ορισμένοι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό ζήτημα
και από την άλλη εξηγεί την οργανωμένη προσπάθεια σπίλωσης της
αξιοπρέπειας των γιατρών με απώτερο σκοπό την αποδυνάμωση τους και την
διακοπή των δεσμών τους με το κοινωνικό σύνολο.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική.
Τόσο οι κυβερνητικοί όσο και οι ιδιώτες γιατροί αισθάνονται ανησυχία.
Για διαφορετικούς λόγους.
Οι κυβερνητικοί γιατροί,
είδαν ότι η περιβόητη «αυτονόμηση» των γενικών νοσοκομείων και η ανάθεση
της διαχείρισης τους στον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (ΟΚΥΠΥ)
δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο διορισμός ενός γενικού
διευθυντή, τριών εκτελεστικών και τριών οικονομικών διευθυντών, δεν ήταν
αρκετός για να δημιουργήσει θετικό κλίμα και ελπιδοφόρα πορεία μεταξύ
των ήδη κουρασμένων από υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, κλινικών γιατρών.
Εκτός από αυτό, τα συμβόλαια που ο ΟΚΥΠΥ πρότεινε στους γιατρούς για να
ενταχθούν στο νέο οργανισμό χαρακτηρίστηκαν ως «μη ικανοποιητικά», αφού
απουσιάζουν τα ουσιαστικά κίνητρα, που σύμφωνα με τις αρχές κατάλληλης
διοίκησης αυξάνουν την παραγωγικότητα. Ακόμη χειρότερα, η δέσμευση του
Υπουργείου ότι θα βελτίωνε αισθητά την δομή και θα ανανέωνε τον ιατρικό
εξοπλισμό στα γενικά νοσοκομεία πριν από την αυτονόμηση, δεν τηρήθηκε,
με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η μεσοπρόθεσμη επιβίωση των
νοσοκομείων μετά την αυτονόμηση.
Οι ιδιώτες γιατροί, που
καλύπτουν το 20-25% του πληθυσμού, εργάζονται κυρίως στη βάση συμφωνιών
που έχουν συνάψει με τις ασφαλιστικές εταιρείες, συμφωνίες τις οποίες θα
ήθελαν να συνεχίσουν. Πολλοί απ´ αυτούς έχουν επενδύσει μεγάλα
χρηματικά ποσά για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στη σύγχρονη άσκηση της
ιατρικής και στον ανταγωνισμό που υπάρχει και δεν θα ήθελαν να πάνε
χαμένα. Το προτεινόμενο ΓεΣΥ αδυνατεί να λάβει υπόψη τους δύο αυτούς
ζωτικούς παράγοντες, αποθαρρύνοντας έτσι τους ιδιώτες γιατρούς από
ενδεχόμενη συμμετοχή τους.
Τι θα μπορούσε να γίνει για να σωθεί η κατάσταση;
Λειτουργία του ΓεΣΥ με
τους σημερινούς κυβερνητικούς γιατρούς μόνο, είναι αδύνατο να επιβιώσει.
Τα γενικά νοσοκομεία με τη σημερινή δομή δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν
πέραν του 40% του πληθυσμού της χώρας. Αυτό ισχύει τόσο για την
Πρωτοβάθμια όσο και για τη Δευτεροβάθμια φροντίδα. Τα πράγματα φαίνεται
να είναι ακόμη χειρότερα για τον παιδικό πληθυσμό. Η «απειλή» του ΟΑΥ
ότι θα φέρει γιατρούς από την Ελλάδα για να «καλύψουν το κενό», αποτελεί
έμμεση παραδοχή του προβλήματος.
Το Υπουργείο και ο ΟΑΥ
δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να διαπραγματευτούν με τον ΠΙΣ και με τις
επιστημονικές επαγγελματικές Εταιρείες των γιατρών. Οι γιατροί ήταν οι
πρώτοι που υπέδειξαν την ανάγκη για ένα εθνικό σύστημα υγείας,
παρακινούμενοι από την εμπειρία τους στις χώρες με επιτυχή εθνικά
συστήματα υγείας, από την αγάπη προς το επάγγελμα τους και από την
έννοια τους για τους ασθενείς. Η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην
εισαγωγή ΓεΣΥ, μόνο όταν το θέμα τέθηκε από την Τρόικα.
Στο σημείο που
βρισκόμαστε τώρα, τα μέτρα που ο ΠΙΣ προτείνει, φαίνεται να αποτελούν τη
μόνη διέξοδο στο επερχόμενο αδιέξοδο. Το Υπουργείο και ο ΟΑΥ ως οι
αρμόδιοι για την διαχείριση του ΓεΣΥ οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη τα
ζητήματα που ο ΠΙΣ έχει εγείρει και να προχωρήσουν σε τροποποίηση της
νομοθεσίας προτού αρχίσει η εγγραφή γιατρών στο ΓεΣΥ, που
προγραμματίζεται περί τα τέλη του μήνα.
Σε διαφορετική περίπτωση,
πολύ φοβάμαι, πως το προβλεπόμενο αδιέξοδο θα θέσει σε δοκιμασία το όλο
εγχείρημα της εισαγωγής του γενικού συστήματος Υγείας και θα πλήξει
την αξιοπιστία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
*MD, DIC, MSc, PhD, FESC
Β. Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής ΓΝ Πάφου,
Κλινικός Καθηγητής Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου